προνομιακός

προνομιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που καθιερώνεται με προνόμιο ή που έχει τον χαρακτήρα προνομίου (α. «προνομιακή μεταχείριση» β. «προνομιακό δικαίωμα»)
2. φρ. «προνομιακό δασμολόγιο» — καθεστώς μειωμένων εισαγωγικών δασμών που καθιερώνει ένα κράτος για όλα ή για μερικά προϊόντα ενός άλλου κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προνόμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον θ. Μανούση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προνομιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προνόμιο. 2. αυτός που γίνεται ως προνόμιο, ως ιδιαίτερη δυνατότητα: Προνομιακή μεταχείριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”